Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Παραμυθούπολη-Νεραϊδούπολη (1ο μερος)

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα τόπο μακρινό (στον πλανήτη Ζήροου), ζούσαν σε δύο διαφορετικές πόλεις ο αλαφροΐσκιωτος Τεό και η ονειροπαρμένη Λία.

Η Παραμυθούπολη που ζούσε ο Τεό χωριζόταν από ένα ποτάμι από την Νεραϊδούπολη που ζούσε η Λία.

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, δρόμο πήρε και δρόμο άφησε ο Τεό και πήγε στο ποτάμι για να ψαρέψει, με όλα τα σύνεργα της τέχνης του.

Κοντά στην πηγή του ποταμού βρήκε ένα νέο σημείο, όπου το νερό χωνόταν μέσα στην αγκαλιά της στεριάς και τα νερά ήταν ήρεμα οπότε αποφάσισε να ρίξει εκεί την πετονιά του.
Ανά διαστήματα τραβούσε την πετονιά και όταν διαπίστωνε πως δεν είχε πιάσει κάτι άλλαζε δόλωμα και προσπαθούσε ξανά. Όταν κατάφερνε να πιάσει κάποιο χαζό και λαίμαργο ψάρι ο επιδέξιος ψαράς το έπιανε τρυφερά στα χέρια του και με προσοχή του αφαιρούσε το αγκίστρι.
Στη συνέχεια το έβαζε στο διάφανο δοχείο με νερό που είχε δίπλα του και καθόταν και του μιλούσε, το περιεργαζόταν και κάποιες φορές το τρόμαζε.
Ύστερα από κάμποση ώρα άδειαζε τον κουβά με το ψάρι προσεκτικά μες στο ποτάμι και συνέχιζε ξανά το ψάρεμα.
Νέο δόλωμα, νέο τσάκωμα ψαριού, και για άλλη μια φορά μπλουμ το ψάρι ξανά στο νερό.

Η Λία, που συνήθιζε να πηγαίνει στην πηγή καθημερινά είδε τον παράξενο φέρσιμο του ψαρά και γεμάτη περιέργεια του παρουσιάστηκε και τον ρώτησε.
-Μα γιατί πετάς τα ψάρια ξανά στη λίμνη, αφού κάνεις τόσο κόπο να τα πιάσεις;
- Δεν είναι ο στόχος μου να τους κάνω κακό. Με εξιτάρει και με ευχαριστεί στο έπακρο η όλη διαδικασία του ψαρέματος, από την στιγμή που θα αρχίσω να ψάχνω να βρω τον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρω να πιαστούν στο αγκίστρι μου (αν τα καταφέρω) μέχρι να τα καταφέρω να τα τσακώσω. Δεν τα χρειάζομαι παραπάνω.
-Μπορείς να μου πεις τι τους λες όταν τα πιάνεις;
-Χαχαχα είσαι πολύ περίεργη αλλά θα σου πω αν μου πεις πως βρέθηκες τόσο μακριά από την Νεραϊδούπολη και σε τόσο επικίνδυνο μέρος!!
-Έρχομαι για να ξεχνιέμαι εδώ και δεν μου φαίνεται να είναι καθόλου επικίνδυνα.
-Πες μου για σένα θέλω να σε γνωρίσω, άνοιξε μου την καρδιά σου.
Μηχανικά, η Λία έβαλε τα χέρια της στο μέρος της καρδιάς της αλλά δεν του την άνοιξε, λες και είχε κάποια άσχημη προαίσθηση.

Ο Τεό άρχισε να της λέει τις ιστορίες που έλεγε στα ψάρια όταν τα έπιανε. Έλεγε για τις περιπέτειες του, για τα υπέροχα ταξίδια του, για τα όνειρα του… και εκείνη τον άκουγε μαγεμένη.

Κάθε μέρα συναντιόντουσαν στην πηγή και μιλούσαν, αλλά σιγά σιγά η ένταση της φωνής του χαμήλωνε και η Λία πλησίαζε προς το μέρος του όσο της το επέτρεπε το ποτάμι.



(ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΧΗ)

Κάποια μέρα ξαφνικά καθώς έριχνε την πετονιά του ο Τεό, το αγκίστρι στριφογυρίστηκε στον αέρα και κάνοντας μια κυκλική κίνηση το πέταξε προς το μέρος της Λίας. Η Λία ξέγνοια καθώς ήταν δεν πρόλαβε να αντιδράσει και άφησε το αγκίστρι να καρφωθεί βαθιά στην καρδιά της.

Στη συνέχεια με ένα απότομο τράβηγμα ο Τεό κατάφερε και της την ξερίζωσε και την πήρε στα χέρια του.
-Στο είπα πως είναι επικίνδυνα εδώ είπε και εξαφανίστηκε κοροϊδεύοντας πίσω από τους θάμνους.
Καθώς έφευγε έριξε από την τσέπη του μαγικούς σπόρους στην ακροποταμιά. Μονομιάς άρχισαν να μεγαλώνουν θάμνοι πυκνοί.


Η Λία μόλις συνήλθε από το σοκ, έπιασε χώμα και φύλλα από το ποτάμι και κάνοντας τα μια μάζα τα τοποθέτησε στη θέση της καρδιάς της. Δεν έπρεπε να καταλάβουν με κανένα τρόπο οι άλλες Νεράιδες πως της πήρε την καρδιά ένας άνθρωπος. Τα μάτια στεγνά, έριχναν ματιές γεμάτες απορία προσμονή και απογοήτευση εκεί όπου εξαφανίστηκε ο Τεό.

Η φωνή της Λίας γεμάτη αγωνία τον φώναζε και τραγουδούσε τους παρακάτω στοίχους.

" Έφυγες νωρίς, ούτε που πρόλαβα ν' αρχίσω.
Έφυγες νωρίς, μα είχα κι άλλα να σου πω.
Λόγια μαγικά, την άλλη όψη σου ν' αγγίξω
Λόγια μυστικά από έναν κόσμο μου κρυφό.


Έφυγες νωρίς, κομματιασμένες υποσχέσεις
Έφυγες νωρίς, χειρονομίες βιαστικές
.........
........

Ποιος φωνάζει, ποιος πληγώνει τη σιωπή.
Τι να θέλει να μου πει
Έφυγες νωρίς και όλα μείνανε στη μέση
Ό,τι και να πω, ακροβασία στο κενό

Τόση μοναξιά σε ποιο αστείο να χωρέσει
Τίποτα δε ζω που να μη φαίνεται φτηνό
Ποιος φωνάζει, ποιος πληγώνει τη σιωπή
Τι να θέλει να μου πει

Ποιος φωνάζει, ποιος πληγώνει τη σιωπή
Τι να θέλει να μου πει
Ποιος φωνάζει, ποιος πληγώνει τη σιωπή
Τι να θέλει να μου πει"
(ΕΦΥΓΕΣ ΝΩΡΙΣ-ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
)


Η μόνη απάντηση στο αγωνίωδες κάλεσμα της ήταν από τον ελαφρύ αντίλαλο της φωνής του:


<<βρέθηκες τόσο μακριά από την Νεραϊδούπολη και σε τόσο επικίνδυνο μέρος!! …..είναι επικίνδυνα εδώ….επικίνδυνα…..χαχαχα!!>>.

Όμως οι θάμνοι θέριεψαν και πύκνωσαν μην αφήνοντας το βλέμμα της να δει το μονοπάτι που είχε χαθεί ο παραμυθατζής, και ο αντίλαλος της φωνής του χάθηκε τελείως.

Γιατί συνέβη κάτι τέτοιο; Ξέχασε τόσο εύκολα πως της είχε υποσχεθεί πως θα ήταν εκεί για όσο θα τον ήθελε εκείνη;
Ακόμα και συλλογή από καρδιές αν έκανε, τι να την κάνει μια καρδιά κλειστή ο ψαράς;

Θύμωνε με τον εαυτό της κάποιες φορές, που πίστεψε και εμπιστεύτηκε κάποιον από την παραμυθούπολη και άφησε να της κλέψει την καρδιά.

Δεν μπορούσε να το χωνέψει το μυαλουδάκι της. Κι όμως δεν την ένοιαζε τόσο για την καρδιά που έχασε αλλά την ένοιαζε για την παρέα και τα ταξίδια ……που δεν μπορούσε πια να ακούει, μόνο να τα φέρνει στην μνήμη της...

Το τραγούδι της Λείας σταμάτησε μια και κατάλαβε πως ήταν ανώφελο, έστω και αν έχασε την καρδιά της για πάντα.

Και ο
χρόνος ατάραχος και μην δίνοντας καμία σημασία σε όλα αυτά συνέχιζε να κυλάει.


from gold..........idea (9/9/2009)


2 σχόλια:

Ειρήνη είπε...

Πολύ ωραίο το παραμύθι σου,είσαι πολύ ρομαντική!!! Άντε βρε και στις εκδόσεις "Λιβάνη"!!!!

gold......idea!! είπε...

Καλώς το γλυκό μου το Ρηνιώ ! :)

Δεν το έμαθες; Οι εκδόσεις «Λιβάνη» με παρακαλάνε να εκδώσουν τα αριστουργήματα μου…αλλά εγώ το παίζω σκληρή !! :ΡΡ

Χαίρομαι που σ’ άρεσε το παραμυθάκι.

Ευχαριστώ για το γλυκό σου σχόλιο!
Φιλιά πολλά!