O Julian Beever είναι αγγλικός καλλιτέχνης που είναι διάσημος για την τέχνη του στο πεζοδρόμιο της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και του Βελγίου. Το Beever δίνει στα σχέδιά του μια καταπληκτική τρισδιάστατη παραίσθηση.
Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009
Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009
Προς αναζήτηση......... σαλιγκαριών
Ο 0υρανός άρχισε να κάνει τις κλάψες του, μια και το καλοκαιράκι μας αποχαιρέτησε εδώ και κάμποσες μέρες.
Ο συναγερμός χτύπησε με την πρώτη βροχή.
Εμπρός στ’ άρματα για το σαλλιγκαρομάζεμα, (ακούστηκε η φωνή από το τηλέφωνο). Σε δύο ώρες φεύγουμε.
- Τον απαραίτητο εξοπλισμό... ρούχα παπούτσια άνετα…. δεν πιστεύω να βάλετε γόβα στιλέτο... αδιάβροχα και σακούλες να μην ξεχάσετε τίποτα... και φεύγουμε για την εύρεση του πολυπόθητου μεζέ.
- Πόσες τσάντες πήρατε;
- Δύο ο καθένας
- Για να δούμε βρε τι θα βάλετε μέσα!!!
- Ε, τι στην ευχή δύο σαλιγκάρια έστω και μουρμούρια (τα μικρά καφέ σαλιγκάρια που κάνουν περίεργο ήχο), ένα για την κάθε σακούλα θα τα βρω εγώ, τους έχω κλείσει ραντεβού.
- Ναι και να κάνεις τους μισούς μπουμπουριστούς και τους άλλους στιφάδο!
- Ο πατέρας μου είπε πως άδικα πάμε, δεν θα έχουνε βγει μια και δεν έβρεξε καλά.
- Εκεί που πάμε έχει άλλο καιρό. Είναι καλοί ανθρώποι και ο Θεός στέλνει περισσότερη βροχή…
- Ας μην φάει από αυτούς που θα βρούμε να φάει από την άλλη «φουρνιά»… που θα έχει βρέξει.
Τα πειράγματα έπεφταν σύννεφο, υπήρχε όμως κι η κρυφή ανησυχία για το αποτέλεσμα της εξόρμισης.
Ο δρόμος δύσκολος ανηφορικός αλλά το αυτοκίνητο δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου.
- Κατεβείτε εδώ. Ανεβαίνουμε με τα πόδια από δω και πέρα.
Βγήκαμε από το αμάξι και ο δροσερός αέρας με τις ανακατεμένες μυρωδιές του τρύπωσε στη μύτη μας.
Οι πνεύμονες φούσκωσαν για να πάρουν το άρωμα από το φλισκούνι, τη ρίγανη , το θυμάρι και τη βροχή, καθώς και τις μυρωδιές από τα άλλα αγριόχορτα. Στα πιο απίθανα μέρη, τρυπωμένα για να προστατευτούν απο τον καιρό, τα κυκλάμινα ξεπετούν δειλά δειλά τα κεφαλάκια τους.
Η πλαγιά χωρίς μονοπάτι , γεμάτη πέτρες και θάμνους. Η προσοχή τεταμένη για την εύρεση του πολυπόθητου θησαυρού.
Πέρασαν 20 λεπτά και ξαφνικά ακούστε μια φωνή:
- Έεεναααα!! Ζήτω!! Καλή αρχή!!
δύοοοοο! (η εύρεση των πρώτων σαλλιγγαριών ήταν γεγονός πλέον, οι υπόλοιποι με κρυφή ζήλια ψάχναμε πιο προσεκτικά)
- Που στην ευχή κρύφτηκαν; Ο δεύτερος που βρήκες είναι δικός μου!!
- Έλα στο θειο μωρό μου, επιτέλους!!
- Εγώ βρήκα δύο μαζί σε αναπαραγωγική στάση!
- Και εγώ το ίδιο!
- Βρε άκαρδοι στην καλύτερη στιγμή τα διακόπτεται; Ματάκιδες!!!
- Ας συνεχίσουν την δουλειά τους μέσα στην σακούλα!! είδατε διακριτικότητα;
- Βρε τα άτιμα που πήγαν και χώθηκαν!! ανάμεσα στις πέτρες, στις κόγχες των πετρωμάτων, στο χώμα.
Οι ώρες κυλούσαν στο πι και φι, άρχισε να νυχτώνει και η ώρα της επιστροφής έφτασε.
Η εξόρμηση είχε το πολυπόθητο αποτέλεσμα….
(from gold....idea 21/9/2009)
Ο συναγερμός χτύπησε με την πρώτη βροχή.
Εμπρός στ’ άρματα για το σαλλιγκαρομάζεμα, (ακούστηκε η φωνή από το τηλέφωνο). Σε δύο ώρες φεύγουμε.
- Τον απαραίτητο εξοπλισμό... ρούχα παπούτσια άνετα…. δεν πιστεύω να βάλετε γόβα στιλέτο... αδιάβροχα και σακούλες να μην ξεχάσετε τίποτα... και φεύγουμε για την εύρεση του πολυπόθητου μεζέ.
- Πόσες τσάντες πήρατε;
- Δύο ο καθένας
- Για να δούμε βρε τι θα βάλετε μέσα!!!
- Ε, τι στην ευχή δύο σαλιγκάρια έστω και μουρμούρια (τα μικρά καφέ σαλιγκάρια που κάνουν περίεργο ήχο), ένα για την κάθε σακούλα θα τα βρω εγώ, τους έχω κλείσει ραντεβού.
- Ναι και να κάνεις τους μισούς μπουμπουριστούς και τους άλλους στιφάδο!
- Ο πατέρας μου είπε πως άδικα πάμε, δεν θα έχουνε βγει μια και δεν έβρεξε καλά.
- Εκεί που πάμε έχει άλλο καιρό. Είναι καλοί ανθρώποι και ο Θεός στέλνει περισσότερη βροχή…
- Ας μην φάει από αυτούς που θα βρούμε να φάει από την άλλη «φουρνιά»… που θα έχει βρέξει.
Τα πειράγματα έπεφταν σύννεφο, υπήρχε όμως κι η κρυφή ανησυχία για το αποτέλεσμα της εξόρμισης.
Ο δρόμος δύσκολος ανηφορικός αλλά το αυτοκίνητο δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου.
- Κατεβείτε εδώ. Ανεβαίνουμε με τα πόδια από δω και πέρα.
Βγήκαμε από το αμάξι και ο δροσερός αέρας με τις ανακατεμένες μυρωδιές του τρύπωσε στη μύτη μας.
Οι πνεύμονες φούσκωσαν για να πάρουν το άρωμα από το φλισκούνι, τη ρίγανη , το θυμάρι και τη βροχή, καθώς και τις μυρωδιές από τα άλλα αγριόχορτα. Στα πιο απίθανα μέρη, τρυπωμένα για να προστατευτούν απο τον καιρό, τα κυκλάμινα ξεπετούν δειλά δειλά τα κεφαλάκια τους.
Η πλαγιά χωρίς μονοπάτι , γεμάτη πέτρες και θάμνους. Η προσοχή τεταμένη για την εύρεση του πολυπόθητου θησαυρού.
Πέρασαν 20 λεπτά και ξαφνικά ακούστε μια φωνή:
- Έεεναααα!! Ζήτω!! Καλή αρχή!!
δύοοοοο! (η εύρεση των πρώτων σαλλιγγαριών ήταν γεγονός πλέον, οι υπόλοιποι με κρυφή ζήλια ψάχναμε πιο προσεκτικά)
- Που στην ευχή κρύφτηκαν; Ο δεύτερος που βρήκες είναι δικός μου!!
- Έλα στο θειο μωρό μου, επιτέλους!!
- Εγώ βρήκα δύο μαζί σε αναπαραγωγική στάση!
- Και εγώ το ίδιο!
- Βρε άκαρδοι στην καλύτερη στιγμή τα διακόπτεται; Ματάκιδες!!!
- Ας συνεχίσουν την δουλειά τους μέσα στην σακούλα!! είδατε διακριτικότητα;
- Βρε τα άτιμα που πήγαν και χώθηκαν!! ανάμεσα στις πέτρες, στις κόγχες των πετρωμάτων, στο χώμα.
Οι ώρες κυλούσαν στο πι και φι, άρχισε να νυχτώνει και η ώρα της επιστροφής έφτασε.
Η εξόρμηση είχε το πολυπόθητο αποτέλεσμα….
(from gold....idea 21/9/2009)
Ετικέτες
Απο μένα.... για σένα,
Γενικά-κοινωνικά
Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009
ti einai afto pou mas enonei
"Θα 'θελα μια νύχτα στ' ανέμου το νησί
να 'βρισκα της μοίρας το ψεύτικο κρασί
εκείνο που σε βγάζει απ' την παγωνιά
να το πιω και να φύγω μακριά.
Για να σε βρω στης Σμύρνης την άσβεστη φωτιά
να μου φανερώνεις του Αιγαίου τα μυστικά
να μου τραγουδήσεις πράγματα γνωστά
και να νιώθω πως σε ξέρω από παλιά
Τι 'ναι αυτό που μας ενώνει
μας χωρίζει μας πληγώνει
είναι ο χρόνος που τελειώνει
και ξανά μένουμε μόνοι"
Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009
"Σ' αγαπώ!! " Μια προτασούλα τοσοδούλα....
Μια προτασούλα τοσοδούλα είναι το <<σ’ αγαπώ>>.
Τέσσερα γραμματάκια έχει η αγάπη που περικλείουν το νόημα της ύπαρξης μας.
Και όμως ο καθένας την μεταφράζει με τον δικό του τρόπο. Οι περισσότεροι την λένε και δεν την εννοούν ή της δίνουν άλλη σημασία και αξία.
Λένε <<σ’ αγαπώ>> χωρίς να τη νιώθουν αυτή τη λέξη, χωρίς να την εννοούν… από φόβο για την μοναξιά, για αποδοχή ή επειδή την μπερδεύουν με την λέξη <<σ’ ποθώ>>,<< σε θέλω>>, <<είμαι ερωτευμένος/νη μαζί σου…>>.
Άλλοι την λένε μόνο και μόνο για να ακούσουν το ίδιο και από τους άλλους, ένα αλλησβερήσι δηλαδή…ή απλά από συνήθεια.
Κι’ όμως το <<σ’ αγαπώ>> έχει μια πιο πλατιά έννοια και δεν αφορά μόνο τον έρωτα.
Η αγάπη προς κάποιο πρόσωπο είναι αίσθημα παντοτινό, δεν σβήνει όσος καιρός και αν περάσει, ό,τι δυσκολίες και να αντιμετωπίσεις, ό,τι και αν σου κάνει ο άλλος.
Απλά πληγώνεσαι, πικραίνεσαι, τσακίζεσαι ψυχολογικά όταν δεν συμφωνείς με την συμπεριφορά του ή τις επιλογές του αλλά εξακολουθείς να τον αγαπάς και να τον νοιάζεσαι.
Η αγάπη μπορεί να αφορά τα παιδιά σου, τους γονείς σου, τα αδέρφια σου, τους φίλους σου, το ταίρι σου ή κάποιο άτομο που μπορεί να μην είναι κοντά του.
Νοιάζεσαι γι’ αυτούς, στενοχωριέσαι και χαίρεσαι με τις στενοχώριες και τις χαρές τους αντίστοιχα. Η αγάπη δεν περιέχει εγωισμό....
"Τόσο πολύ σ’ αγαπώ που μπορεί
και να μάθω μακριά σου για σένα να ζω…
Τόσο βαθιά σ’ αγαπώ που μπορεί
και ν’ αντέξω μακριά σου να ζω..."
Την έννοια που δίνουν οι περισσότεροι στη φράση "σ' αγαπώ", εγώ την δίνω στη φράση "είμαι
ερωτευμένη"...
Ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα υπέροχο, που το νιώθεις σπάνια. Είναι έντονο, εκρηκτικό που περιλαμβάνει ζήλια και πόθο με ημερομηνία λήξεως….
Όταν είσαι ερωτευμένος/η με κάποιον/η σου λείπει ακόμα κι αν έχει πάει στο διπλανό δωμάτιο, μπορείς να κλείνεις τα μάτια σου και να τον/την βλέπεις ακόμα και αν είναι μίλια μακριά. Μόνο με το να τον/την φέρνεις στην σκέψη σου χαμογελάνε τα χείλη μαζί με την ψυχή σου...
Όμως ο έρωτας είναι σαν φούσκα που ξεφουσκώνει και σκάει. Μόνος του δεν αντέχει στην παροδο του χρόνου. Μόνο αν έχει καλή βάση (την αγάπη που είναι ακλόνητη και αυξάνεται πολλές φορές με την πάροδο του χρόνου), επιζεί.
from goold …….idea
Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009
Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009
Παραμυθούπολη-Νεραϊδούπολη .....(2ο μέρος)
(...... Δεύτερη εκδοχή)
Κάποια ηλιόλουστη μέρα, χωρίς τίποτα να προμήνυε την αλλαγή του καιρού,
η Λία και Τεό βρέθηκαν στη πηγή, όπως κάθε μέρα.
Τον Τεό κάτι τον απασχολούσε τον τελευταίο καιρό και εκείνη τη μέρα βρήκε μια αφορμή για να θυμώσει με την Λία.
Ύστερα από λίγο, στα ξαφνικά, καθώς έριχνε την πετονιά του, το αγκίστρι στριφογυρίστηκε στον αέρα και κάνοντας μια κυκλική κίνηση το πέταξε προς το μέρος της Λίας.
Η Λία έφερε τα χέρια μπροστά στην καρδιά της για να την προστατέψει αλλά δεν πρόλαβε….το αγκίστρι κατάφερε να καρφωθεί βαθιά στην καρδιά της.
Με δύναμη ο Τεό τράβηξε την πετονιά και το αγκίστρι ξέσκισε την τρυφερή καρδιά της Νεραΐδοπούλας μην καταφέρνοντας όμως να την ξεριζώσει.
Το ματωμένο αγκίστρι συνέχισε την τρελή πορεία του στο κενό και επιστρέφοντας ματωμένο στην άλλη πλευρά, χάραξε το μάγουλο του ψαρά.
Ακούμπησε το μάγουλο του και το χέρι του γέμισε αίμα.
-Στο είπα πως είναι επικίνδυνα εδώ, της είπε και θυμωμένος εξαφανίστηκε στο μονοπάτι.
Καθώς έφευγε έριξε από την τσέπη του μαγικούς σπόρους στην ακροποταμιά. και μονομιάς άρχισαν να μεγαλώνουν πυκνοί θάμνοι.
Πληγωμένη βαθιά η νεράιδα μάζεψε μερικά βότανα που ήταν κοντά στην πηγή και τα έβαλε στην πληγή για να την επουλώσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να την καμουφλάρει.
Απογοητευμένη αλλά και ξαφνιασμένη από την απροσδόκητη συμπεριφορά του Τεό προσπαθούσε να καταλάβει την αντίδραση του.
Ναι, το ήξερε πως ήταν σε διαφορετικούς κόσμους και πως ποτέ δεν θα μπορούσαν να συναντηθούν από πιο κοντά και να ζήσουν μαζί. Οι ζωές τους παράλληλες, σαν τις ράγες των τραίνων που δεν σμίγουν ποτέ πουθενά. Της ήταν όμως αρκετό το να μπορεί να τον συναντάει, έστω και από την απέναντι όχθη και να ταξιδεύει μέσα από τα λόγια του στον δικό του διαφορετικό κόσμο.
Γιατί να την πληγώσει έτσι ο Τεό;
Η μόνη λογική εξήγηση που μπορούσε να δώσει η Λία ήταν πως και εκείνος ήξερε πολύ καλά ό,τι δεν θα μπορούσαν να βρεθούν από πιο κοντά , η παρουσία της όμως δεν του ήταν αρκετή, θεωρούσε πως μόνο έδινε, και έχανε το χρόνο του, μια και η Λία από δειλία, φόβο ή προαίσθηση, δεν του άνοιγε την καρδιά της.
Δεν ήξερε όμως τον πραγματικό λόγο μιας και ο Τεό έφυγε αφήνοντας πίσω του τη σιωπή.
Η νεράιδα συνέχισε να πηγαίνει στην πηγή με την κρυφή ελπίδα πως θα τον ξανασυναντούσε.
Την στενοχωρούσε που δεν μπορούσε να δει καν το μονοπάτι από το οποίο έφυγε ο αγαπημένος της παραμυθάς, μιας και οι σπόροι που είχε ρίξει ο Τεό είχαν θεριέψει και είχαν πυκνώσει.
Μετά από καιρό, απρόσμενα, η Λία άκουσε μια φωνή και διέκρινε μια φιγούρα πίσω από τα πυκνά κλαδιά των θάμνων που είχαν μεγαλώσει. Δεν ήταν σίγουρη, αλλά της φάνηκε πως είχε την μορφή του Τεό.
Όμως οι πυκνοί θάμνοι εμπόδισαν το βλέμμα της να σιγουρευτεί αν ήταν εκείνος, και δεν ξεχώρισε τι έλεγε η φωνή του.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα το αίμα κυλούσε με δύναμη και την έκανε να αιμορραγήσει ξανά.
Την παρακολουθούσε άραγε τόσο καιρό πίσω από τους θάμνους;
Η μορφή του Τεό ξεκόλλησε από τα φυλλώματα και αμίλητος άφησε ένα κουτί. στην άκρη του ποταμού, αφού του έβαλε κάτι μέσα. Δεν κοίταξε καν προς το μέρος της, μόνο περίμενε αμίλητος στην όχθη.
Τότε η Λία έστειλε ένα αετόπουλο και της έφερε το κουτί. Το άνοιξε γεμάτη περιέργεια και πήρε απαλά στο χέρι της αυτό που περιείχε….μια καρδιά πληγωμένη, ταλαιπωρημένη …. ήταν η καρδιά του!!! Της έδωσε το μόνο που του είχε απομείνει…….
Η Λία απαλά ακούμπησε την καρδιά του Τεό πάνω στην δική της που για άλλη μια φορά αιμορραγούσε. Το αίμα από την καρδιά της Λίας έπεσε πάνω στην καρδιά του Τεό και οι δύο απέκτησαν τον ίδιο χτύπο.
-Τεό ............, ψιθύρισε σιγανά και την φωνή της την σταμάτησε ένας κόμπος στο λαιμό. Έμεινε ακίνητη να τον κοιτά καθώς απομακρυνόταν μέσα στην αγκαλιά της νύχτας.
Ήταν η τελευταία φορά που τον είδε…
Ο χρόνος ατάραχος και μην δίνοντας καμία σημασία σε όλα αυτά συνέχιζε να κυλάει.
from gold..........idea
Ετικέτες
Απο μένα.... για σένα,
Ας παραμυθιαστούμε
Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009
Παραμυθούπολη-Νεραϊδούπολη (1ο μερος)
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα τόπο μακρινό (στον πλανήτη Ζήροου), ζούσαν σε δύο διαφορετικές πόλεις ο αλαφροΐσκιωτος Τεό και η ονειροπαρμένη Λία.
Η Παραμυθούπολη που ζούσε ο Τεό χωριζόταν από ένα ποτάμι από την Νεραϊδούπολη που ζούσε η Λία.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, δρόμο πήρε και δρόμο άφησε ο Τεό και πήγε στο ποτάμι για να ψαρέψει, με όλα τα σύνεργα της τέχνης του.
Κοντά στην πηγή του ποταμού βρήκε ένα νέο σημείο, όπου το νερό χωνόταν μέσα στην αγκαλιά της στεριάς και τα νερά ήταν ήρεμα οπότε αποφάσισε να ρίξει εκεί την πετονιά του.
Ανά διαστήματα τραβούσε την πετονιά και όταν διαπίστωνε πως δεν είχε πιάσει κάτι άλλαζε δόλωμα και προσπαθούσε ξανά. Όταν κατάφερνε να πιάσει κάποιο χαζό και λαίμαργο ψάρι ο επιδέξιος ψαράς το έπιανε τρυφερά στα χέρια του και με προσοχή του αφαιρούσε το αγκίστρι.
Στη συνέχεια το έβαζε στο διάφανο δοχείο με νερό που είχε δίπλα του και καθόταν και του μιλούσε, το περιεργαζόταν και κάποιες φορές το τρόμαζε.
Ύστερα από κάμποση ώρα άδειαζε τον κουβά με το ψάρι προσεκτικά μες στο ποτάμι και συνέχιζε ξανά το ψάρεμα.
Νέο δόλωμα, νέο τσάκωμα ψαριού, και για άλλη μια φορά μπλουμ το ψάρι ξανά στο νερό.
Η Λία, που συνήθιζε να πηγαίνει στην πηγή καθημερινά είδε τον παράξενο φέρσιμο του ψαρά και γεμάτη περιέργεια του παρουσιάστηκε και τον ρώτησε.
-Μα γιατί πετάς τα ψάρια ξανά στη λίμνη, αφού κάνεις τόσο κόπο να τα πιάσεις;
- Δεν είναι ο στόχος μου να τους κάνω κακό. Με εξιτάρει και με ευχαριστεί στο έπακρο η όλη διαδικασία του ψαρέματος, από την στιγμή που θα αρχίσω να ψάχνω να βρω τον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρω να πιαστούν στο αγκίστρι μου (αν τα καταφέρω) μέχρι να τα καταφέρω να τα τσακώσω. Δεν τα χρειάζομαι παραπάνω.
-Μπορείς να μου πεις τι τους λες όταν τα πιάνεις;
-Χαχαχα είσαι πολύ περίεργη αλλά θα σου πω αν μου πεις πως βρέθηκες τόσο μακριά από την Νεραϊδούπολη και σε τόσο επικίνδυνο μέρος!!
-Έρχομαι για να ξεχνιέμαι εδώ και δεν μου φαίνεται να είναι καθόλου επικίνδυνα.
-Πες μου για σένα θέλω να σε γνωρίσω, άνοιξε μου την καρδιά σου.
Μηχανικά, η Λία έβαλε τα χέρια της στο μέρος της καρδιάς της αλλά δεν του την άνοιξε, λες και είχε κάποια άσχημη προαίσθηση.
Ο Τεό άρχισε να της λέει τις ιστορίες που έλεγε στα ψάρια όταν τα έπιανε. Έλεγε για τις περιπέτειες του, για τα υπέροχα ταξίδια του, για τα όνειρα του… και εκείνη τον άκουγε μαγεμένη.
Κάθε μέρα συναντιόντουσαν στην πηγή και μιλούσαν, αλλά σιγά σιγά η ένταση της φωνής του χαμήλωνε και η Λία πλησίαζε προς το μέρος του όσο της το επέτρεπε το ποτάμι.
(ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΧΗ)
Κάποια μέρα ξαφνικά καθώς έριχνε την πετονιά του ο Τεό, το αγκίστρι στριφογυρίστηκε στον αέρα και κάνοντας μια κυκλική κίνηση το πέταξε προς το μέρος της Λίας. Η Λία ξέγνοια καθώς ήταν δεν πρόλαβε να αντιδράσει και άφησε το αγκίστρι να καρφωθεί βαθιά στην καρδιά της.
Στη συνέχεια με ένα απότομο τράβηγμα ο Τεό κατάφερε και της την ξερίζωσε και την πήρε στα χέρια του.
-Στο είπα πως είναι επικίνδυνα εδώ είπε και εξαφανίστηκε κοροϊδεύοντας πίσω από τους θάμνους.
Καθώς έφευγε έριξε από την τσέπη του μαγικούς σπόρους στην ακροποταμιά. Μονομιάς άρχισαν να μεγαλώνουν θάμνοι πυκνοί.
Η Λία μόλις συνήλθε από το σοκ, έπιασε χώμα και φύλλα από το ποτάμι και κάνοντας τα μια μάζα τα τοποθέτησε στη θέση της καρδιάς της. Δεν έπρεπε να καταλάβουν με κανένα τρόπο οι άλλες Νεράιδες πως της πήρε την καρδιά ένας άνθρωπος. Τα μάτια στεγνά, έριχναν ματιές γεμάτες απορία προσμονή και απογοήτευση εκεί όπου εξαφανίστηκε ο Τεό.
Η φωνή της Λίας γεμάτη αγωνία τον φώναζε και τραγουδούσε τους παρακάτω στοίχους.
" Έφυγες νωρίς, ούτε που πρόλαβα ν' αρχίσω.
Έφυγες νωρίς, μα είχα κι άλλα να σου πω.
Λόγια μαγικά, την άλλη όψη σου ν' αγγίξω
Λόγια μυστικά από έναν κόσμο μου κρυφό.
Έφυγες νωρίς, κομματιασμένες υποσχέσεις
Έφυγες νωρίς, χειρονομίες βιαστικές
.........
........
Ποιος φωνάζει, ποιος πληγώνει τη σιωπή.
Τι να θέλει να μου πει
Έφυγες νωρίς και όλα μείνανε στη μέση
Ό,τι και να πω, ακροβασία στο κενό
Τόση μοναξιά σε ποιο αστείο να χωρέσει
Τίποτα δε ζω που να μη φαίνεται φτηνό
Ποιος φωνάζει, ποιος πληγώνει τη σιωπή
Τι να θέλει να μου πει
Ποιος φωνάζει, ποιος πληγώνει τη σιωπή
Τι να θέλει να μου πει
Ποιος φωνάζει, ποιος πληγώνει τη σιωπή
Τι να θέλει να μου πει"
(ΕΦΥΓΕΣ ΝΩΡΙΣ-ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ)
Η μόνη απάντηση στο αγωνίωδες κάλεσμα της ήταν από τον ελαφρύ αντίλαλο της φωνής του:
<<βρέθηκες τόσο μακριά από την Νεραϊδούπολη και σε τόσο επικίνδυνο μέρος!! …..είναι επικίνδυνα εδώ….επικίνδυνα…..χαχαχα!!>>.
Όμως οι θάμνοι θέριεψαν και πύκνωσαν μην αφήνοντας το βλέμμα της να δει το μονοπάτι που είχε χαθεί ο παραμυθατζής, και ο αντίλαλος της φωνής του χάθηκε τελείως.
Γιατί συνέβη κάτι τέτοιο; Ξέχασε τόσο εύκολα πως της είχε υποσχεθεί πως θα ήταν εκεί για όσο θα τον ήθελε εκείνη;
Ακόμα και συλλογή από καρδιές αν έκανε, τι να την κάνει μια καρδιά κλειστή ο ψαράς;
Θύμωνε με τον εαυτό της κάποιες φορές, που πίστεψε και εμπιστεύτηκε κάποιον από την παραμυθούπολη και άφησε να της κλέψει την καρδιά.
Δεν μπορούσε να το χωνέψει το μυαλουδάκι της. Κι όμως δεν την ένοιαζε τόσο για την καρδιά που έχασε αλλά την ένοιαζε για την παρέα και τα ταξίδια ……που δεν μπορούσε πια να ακούει, μόνο να τα φέρνει στην μνήμη της...
Το τραγούδι της Λείας σταμάτησε μια και κατάλαβε πως ήταν ανώφελο, έστω και αν έχασε την καρδιά της για πάντα.
Και ο χρόνος ατάραχος και μην δίνοντας καμία σημασία σε όλα αυτά συνέχιζε να κυλάει.
from gold..........idea (9/9/2009)
Η Παραμυθούπολη που ζούσε ο Τεό χωριζόταν από ένα ποτάμι από την Νεραϊδούπολη που ζούσε η Λία.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, δρόμο πήρε και δρόμο άφησε ο Τεό και πήγε στο ποτάμι για να ψαρέψει, με όλα τα σύνεργα της τέχνης του.
Κοντά στην πηγή του ποταμού βρήκε ένα νέο σημείο, όπου το νερό χωνόταν μέσα στην αγκαλιά της στεριάς και τα νερά ήταν ήρεμα οπότε αποφάσισε να ρίξει εκεί την πετονιά του.
Ανά διαστήματα τραβούσε την πετονιά και όταν διαπίστωνε πως δεν είχε πιάσει κάτι άλλαζε δόλωμα και προσπαθούσε ξανά. Όταν κατάφερνε να πιάσει κάποιο χαζό και λαίμαργο ψάρι ο επιδέξιος ψαράς το έπιανε τρυφερά στα χέρια του και με προσοχή του αφαιρούσε το αγκίστρι.
Στη συνέχεια το έβαζε στο διάφανο δοχείο με νερό που είχε δίπλα του και καθόταν και του μιλούσε, το περιεργαζόταν και κάποιες φορές το τρόμαζε.
Ύστερα από κάμποση ώρα άδειαζε τον κουβά με το ψάρι προσεκτικά μες στο ποτάμι και συνέχιζε ξανά το ψάρεμα.
Νέο δόλωμα, νέο τσάκωμα ψαριού, και για άλλη μια φορά μπλουμ το ψάρι ξανά στο νερό.
Η Λία, που συνήθιζε να πηγαίνει στην πηγή καθημερινά είδε τον παράξενο φέρσιμο του ψαρά και γεμάτη περιέργεια του παρουσιάστηκε και τον ρώτησε.
-Μα γιατί πετάς τα ψάρια ξανά στη λίμνη, αφού κάνεις τόσο κόπο να τα πιάσεις;
- Δεν είναι ο στόχος μου να τους κάνω κακό. Με εξιτάρει και με ευχαριστεί στο έπακρο η όλη διαδικασία του ψαρέματος, από την στιγμή που θα αρχίσω να ψάχνω να βρω τον τρόπο με τον οποίο θα καταφέρω να πιαστούν στο αγκίστρι μου (αν τα καταφέρω) μέχρι να τα καταφέρω να τα τσακώσω. Δεν τα χρειάζομαι παραπάνω.
-Μπορείς να μου πεις τι τους λες όταν τα πιάνεις;
-Χαχαχα είσαι πολύ περίεργη αλλά θα σου πω αν μου πεις πως βρέθηκες τόσο μακριά από την Νεραϊδούπολη και σε τόσο επικίνδυνο μέρος!!
-Έρχομαι για να ξεχνιέμαι εδώ και δεν μου φαίνεται να είναι καθόλου επικίνδυνα.
-Πες μου για σένα θέλω να σε γνωρίσω, άνοιξε μου την καρδιά σου.
Μηχανικά, η Λία έβαλε τα χέρια της στο μέρος της καρδιάς της αλλά δεν του την άνοιξε, λες και είχε κάποια άσχημη προαίσθηση.
Ο Τεό άρχισε να της λέει τις ιστορίες που έλεγε στα ψάρια όταν τα έπιανε. Έλεγε για τις περιπέτειες του, για τα υπέροχα ταξίδια του, για τα όνειρα του… και εκείνη τον άκουγε μαγεμένη.
Κάθε μέρα συναντιόντουσαν στην πηγή και μιλούσαν, αλλά σιγά σιγά η ένταση της φωνής του χαμήλωνε και η Λία πλησίαζε προς το μέρος του όσο της το επέτρεπε το ποτάμι.
(ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΧΗ)
Κάποια μέρα ξαφνικά καθώς έριχνε την πετονιά του ο Τεό, το αγκίστρι στριφογυρίστηκε στον αέρα και κάνοντας μια κυκλική κίνηση το πέταξε προς το μέρος της Λίας. Η Λία ξέγνοια καθώς ήταν δεν πρόλαβε να αντιδράσει και άφησε το αγκίστρι να καρφωθεί βαθιά στην καρδιά της.
Στη συνέχεια με ένα απότομο τράβηγμα ο Τεό κατάφερε και της την ξερίζωσε και την πήρε στα χέρια του.
-Στο είπα πως είναι επικίνδυνα εδώ είπε και εξαφανίστηκε κοροϊδεύοντας πίσω από τους θάμνους.
Καθώς έφευγε έριξε από την τσέπη του μαγικούς σπόρους στην ακροποταμιά. Μονομιάς άρχισαν να μεγαλώνουν θάμνοι πυκνοί.
Η Λία μόλις συνήλθε από το σοκ, έπιασε χώμα και φύλλα από το ποτάμι και κάνοντας τα μια μάζα τα τοποθέτησε στη θέση της καρδιάς της. Δεν έπρεπε να καταλάβουν με κανένα τρόπο οι άλλες Νεράιδες πως της πήρε την καρδιά ένας άνθρωπος. Τα μάτια στεγνά, έριχναν ματιές γεμάτες απορία προσμονή και απογοήτευση εκεί όπου εξαφανίστηκε ο Τεό.
Η φωνή της Λίας γεμάτη αγωνία τον φώναζε και τραγουδούσε τους παρακάτω στοίχους.
" Έφυγες νωρίς, ούτε που πρόλαβα ν' αρχίσω.
Έφυγες νωρίς, μα είχα κι άλλα να σου πω.
Λόγια μαγικά, την άλλη όψη σου ν' αγγίξω
Λόγια μυστικά από έναν κόσμο μου κρυφό.
Έφυγες νωρίς, κομματιασμένες υποσχέσεις
Έφυγες νωρίς, χειρονομίες βιαστικές
.........
........
Ποιος φωνάζει, ποιος πληγώνει τη σιωπή.
Τι να θέλει να μου πει
Έφυγες νωρίς και όλα μείνανε στη μέση
Ό,τι και να πω, ακροβασία στο κενό
Τόση μοναξιά σε ποιο αστείο να χωρέσει
Τίποτα δε ζω που να μη φαίνεται φτηνό
Ποιος φωνάζει, ποιος πληγώνει τη σιωπή
Τι να θέλει να μου πει
Ποιος φωνάζει, ποιος πληγώνει τη σιωπή
Τι να θέλει να μου πει
Ποιος φωνάζει, ποιος πληγώνει τη σιωπή
Τι να θέλει να μου πει"
(ΕΦΥΓΕΣ ΝΩΡΙΣ-ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ)
Η μόνη απάντηση στο αγωνίωδες κάλεσμα της ήταν από τον ελαφρύ αντίλαλο της φωνής του:
<<βρέθηκες τόσο μακριά από την Νεραϊδούπολη και σε τόσο επικίνδυνο μέρος!! …..είναι επικίνδυνα εδώ….επικίνδυνα…..χαχαχα!!>>.
Όμως οι θάμνοι θέριεψαν και πύκνωσαν μην αφήνοντας το βλέμμα της να δει το μονοπάτι που είχε χαθεί ο παραμυθατζής, και ο αντίλαλος της φωνής του χάθηκε τελείως.
Γιατί συνέβη κάτι τέτοιο; Ξέχασε τόσο εύκολα πως της είχε υποσχεθεί πως θα ήταν εκεί για όσο θα τον ήθελε εκείνη;
Ακόμα και συλλογή από καρδιές αν έκανε, τι να την κάνει μια καρδιά κλειστή ο ψαράς;
Θύμωνε με τον εαυτό της κάποιες φορές, που πίστεψε και εμπιστεύτηκε κάποιον από την παραμυθούπολη και άφησε να της κλέψει την καρδιά.
Δεν μπορούσε να το χωνέψει το μυαλουδάκι της. Κι όμως δεν την ένοιαζε τόσο για την καρδιά που έχασε αλλά την ένοιαζε για την παρέα και τα ταξίδια ……που δεν μπορούσε πια να ακούει, μόνο να τα φέρνει στην μνήμη της...
Το τραγούδι της Λείας σταμάτησε μια και κατάλαβε πως ήταν ανώφελο, έστω και αν έχασε την καρδιά της για πάντα.
Και ο χρόνος ατάραχος και μην δίνοντας καμία σημασία σε όλα αυτά συνέχιζε να κυλάει.
from gold..........idea (9/9/2009)
Ετικέτες
Απο μένα.... για σένα,
Ας παραμυθιαστούμε
Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009
Στρατάρισμα.... για φως στο τούνελ !!
Σκέψεις, λέξεις, εικόνες, συναισθήματα, φαντασία…. Όλα ανακατεμένα στο μίξερ του μυαλού, ψάχνουν διέξοδο να λευτερωθούν.
Πιέζουν ανελέητα τα τοιχώματα του εγκεφάλου για να δραπετεύσουν.
Ο στυλός μετέωρος, αφήνει τα σημάδια του ανά διαστήματα πάνω στο χαρτί. Είναι μια διέξοδος αυτός ο τρόπος;
Δυο χέρια ζουλάνε νευρικά για άλλη μια φορά την κόλα του χαρτιού σχηματίζοντας άλλη μια στιγματισμένη χιονόμπαλα στο καλαθάκι.
Μα όχι, δεν είναι έτσι η σειρά των λέξεων, των σκέψεων των εικόνων….
Άντε πάλι από την αρχή….
<<Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, Δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει…>>
Ποια θα είναι συνέχεια;
from gold..........idea
Πιέζουν ανελέητα τα τοιχώματα του εγκεφάλου για να δραπετεύσουν.
Ο στυλός μετέωρος, αφήνει τα σημάδια του ανά διαστήματα πάνω στο χαρτί. Είναι μια διέξοδος αυτός ο τρόπος;
Δυο χέρια ζουλάνε νευρικά για άλλη μια φορά την κόλα του χαρτιού σχηματίζοντας άλλη μια στιγματισμένη χιονόμπαλα στο καλαθάκι.
Μα όχι, δεν είναι έτσι η σειρά των λέξεων, των σκέψεων των εικόνων….
Άντε πάλι από την αρχή….
<<Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, Δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει…>>
Ποια θα είναι συνέχεια;
from gold..........idea
Ετικέτες
Απο μένα.... για σένα,
Γενικά-κοινωνικά
Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009
Scream......
Στη διαπασών η μουσική αυτή είναι καλύτερη.... !! (Με ακουστικά όμως να μην ενοχλούμε και τους γύρω μας). ;)
Ετικέτες
Τραγούδια
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)